- πολύθεος
- -η, -ο / πολύθεος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που έχει πολλούς θεούς (α. «πολύθεη θρησκεία» β. «μηδ' ἴδῃς μ' ἐξ ἑδρῶν πολυθέων ῥυσιασθεῖσαν», Αισχύλ.)2. αυτός που ανήκει σε πολλούς θεούς («πολυθεοτάτη γάρ, ὡς ὁρᾷς, ἡ ἐκκλησία», Λουκιαν.)3. αυτός που πιστεύει σε πολλούς θεούς, πολυθεϊστήςαρχ.1. αυτός που αποτελείται από πολλούς θεούς («πολύθεος θίασος», Φίλ.)2. φρ. «δόξα πολύθεος» — η πολυθεΐα.επίρρ...πολυθέως, ΜΑκατά τρόπο πολυθεϊστικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + θεός (πρβλ. ισό-θεος)].
Dictionary of Greek. 2013.